ἀχίτων: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0418.png Seite 418]] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ωνος;<br />sans tunique, <i>càd</i> qui ne porte que l' [[ἱμάτιον]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χιτών]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
|lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ωνος;<br />sans tunique, <i>càd</i> qui ne porte que l' [[ἱμάτιον]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χιτών]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχίτων Medium diacritics: ἀχίτων Low diacritics: αχίτων Capitals: ΑΧΙΤΩΝ
Transliteration A: achítōn Transliteration B: achitōn Transliteration C: achiton Beta Code: a)xi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ον, gen. ωνος, without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -ωνος]
que no lleva túnica de las muchachas laconias τὰς κόρας ... ἀχειριδώτως καὶ ἀχίτωνας Dialex.2.9, de las atenienses que las imitaban τὰς ἀχίτωνας δωριάζειν Duris 24, cf. Orus Eth.21, de una mujer en el momento del parto (κούρη) ἀχίτων ... στρωφᾶται πάντῃ κατὰ δώματα Opp.C.1.497, Νύμφη πηγαίη ἀ. Nonn.D.43.33
de hombres como signo de despreocupación, pobreza o baja condición: de Sócrates ἀνυπόδετός τε καὶ ἀ. X.Mem.1.6.2, de Agesilao anciano ἀ. ... τὸν τρίβωνα περιβαλόμενος Ael.VH 7.13, cf. Plu.2.210b, de Cleantes, D.L.7.169, cf. D.S.11.26.5, por ello objeto de burla ἀχίτωνα ἐν ἱματίῳ D.Chr.72.2, cf. Man.4.284, de un labrador en su campo ἀ. ... περιζωμάτιον ἔχων D.H.10.17, de los candidatos, en Roma, al presentarse ante el pueblo como signo de incorruptos ἔθος ἦν ἐν ἱματίῳ τοῦτο ποιεῖν ἀχίτωνας Plu.2.276c, cf. Cor.14.

German (Pape)

[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ωνος;
sans tunique, càd qui ne porte que l' ἱμάτιον.
Étymologie: , χιτών.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.

Greek Monolingual

ἀχίτων (-ωνος), -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν φορεί χιτώνα.

Greek Monotonic

ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, αυτός που δεν φορά χιτώνα, δηλ. φορά μόνο το ἱμάτιον, λέγεται για τον Σωκράτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀχίτων: gen. ονος (ῐ) не носящий хитона, т. е. одетый в один лишь ἱμάτιον Xen., Plut.

Middle Liddell


without tunic, i. e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, Xen.