ἁμῶς: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμῶς<br />adv. en comp. c. otras partículas [[de una forma o de otra]], [[de cualquier manera]] [[ἁμωσγέπως]] Ar.<i>Th</i>.429, Plu.2.73e, Hsch., [[ἁμῶς]] γέ πως Lys.13.7, Pl.<i>Phdr</i>.228c, <i>Prt</i>.323c, <i>Lg</i>.641e, Arist.<i>Metaph</i>.1022<sup>a</sup>2, ἀμῶς γέ πως Thphr.<i>Metaph</i>.4, A.D.<i>Adu</i>.156.2, ἀμωσγέπως <i>EM</i> 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.<br /><b class="num">•</b>tb. sin partícula οὐδ' [[ἁμῶς]] de ningún modo</i> (v. [[οὐδαμῶς]]) Alcm.1.45. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμῶς<br />adv. en comp. c. otras partículas [[de una forma o de otra]], [[de cualquier manera]] [[ἁμωσγέπως]] Ar.<i>Th</i>.429, Plu.2.73e, Hsch., [[ἁμῶς]] γέ πως Lys.13.7, Pl.<i>Phdr</i>.228c, <i>Prt</i>.323c, <i>Lg</i>.641e, Arist.<i>Metaph</i>.1022<sup>a</sup>2, ἀμῶς γέ πως Thphr.<i>Metaph</i>.4, A.D.<i>Adu</i>.156.2, ἀμωσγέπως <i>EM</i> 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.<br /><b class="num">•</b>tb. sin partícula οὐδ' [[ἁμῶς]] de ningún modo</i> (v. [[οὐδαμῶς]]) Alcm.1.45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἀμῶς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμῶς''': ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός). | |lstext='''ἁμῶς''': ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμῶς:''' ή [[ἀμῶς]], επίρρ. από το απαρχ. [[ἁμός]] = τίς, μόνο στο σύνθ. [[ἀμωσγέπως]], με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἁμῶς:''' ή [[ἀμῶς]], επίρρ. από το απαρχ. [[ἁμός]] = τίς, μόνο στο σύνθ. [[ἀμωσγέπως]], με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 2 October 2022
English (LSJ)
or ἀμῶς, Adv. from obsol. ἁμός = τίς, only in form ἁμωσγέπως in some way or other, Ar.Th.429, Lys.13.7, Pl.Prt.323c, Epicur. Fr.607, etc. (Cf. ἁμός B.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀμῶς
adv. en comp. c. otras partículas de una forma o de otra, de cualquier manera ἁμωσγέπως Ar.Th.429, Plu.2.73e, Hsch., ἁμῶς γέ πως Lys.13.7, Pl.Phdr.228c, Prt.323c, Lg.641e, Arist.Metaph.1022a2, ἀμῶς γέ πως Thphr.Metaph.4, A.D.Adu.156.2, ἀμωσγέπως EM 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.
•tb. sin partícula οὐδ' ἁμῶς de ningún modo (v. οὐδαμῶς) Alcm.1.45.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀμῶς.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμῶς: ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).
Greek Monotonic
ἁμῶς: ή ἀμῶς, επίρρ. από το απαρχ. ἁμός = τίς, μόνο στο σύνθ. ἀμωσγέπως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.