ἄλοφος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ohne Helmbusch, [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym.<b class="b2"> ἄλλοφον:</b> Ἀρίσταρχος <b class="b2">ἄλοφον</b>, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) [[πήληξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ohne Helmbusch, [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym.<b class="b2"> ἄλλοφον:</b> Ἀρίσταρχος <b class="b2">ἄλοφον</b>, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) [[πήληξ]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans aigrette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λόφος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλοφος''': Ἐπ. ἄλλοφος, ον, [[ἄνευ]] λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ [[εὔλοφος]].
|lstext='''ἄλοφος''': Ἐπ. ἄλλοφος, ον, [[ἄνευ]] λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ [[εὔλοφος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans aigrette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λόφος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοφος Medium diacritics: ἄλοφος Low diacritics: άλοφος Capitals: ΑΛΟΦΟΣ
Transliteration A: álophos Transliteration B: alophos Transliteration C: alofos Beta Code: a)/lofos

English (LSJ)

v. ἄλλοφος.

German (Pape)

[Seite 109] ohne Helmbusch, v.l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym. ἄλλοφον: Ἀρίσταρχος ἄλοφον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) πήληξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans aigrette.
Étymologie: , λόφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοφος: Ἐπ. ἄλλοφος, ον, ἄνευ λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ εὔλοφος.

English (Autenrieth)

(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) (λόφος)
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.

Greek Monotonic

ἄλοφος: Επικ. ἄλ-λοφος, -ον, αυτός που δεν έχει λοφίο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλοφος: Anth. = ἄλλοφος.

Middle Liddell

without crest, Il.