ἄλλοφος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἄλλοφον, Ep. for ἄλοφος, without a crest, Il.10.258, AP6.163 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ον
sin penacho κυνέην ... ἄλλοφον Il.10.258, πήληξ ἄ. AP 6.163 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 107] ep. statt ἄλοφος, ohne Helmbusch, Hom. einmal, Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, nach Scholl. Didym. u. Aristonic. Aristarch ἄλοφον.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἄλοφος.
English (Autenrieth)
(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)
see ἄλοφος.
Greek Monotonic
ἄλλοφος: -ον, Επικ. αντί ἄλοφος.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλοφος: без султана или гребня (κυνέη Hom.).
Middle Liddell
[epic for ἄλοφος.]