ἐκποίητος: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη ‘στὶν ἡ τέκνων σπορά → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> cédé en adoption;<br /><b>2</b> devenu étranger à ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε. | |lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:35, 2 October 2022
English (LSJ)
παῖς a child A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. εἰσποίητος. 2 alienated from, μητρός, Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
German (Pape)
[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκποίητος: -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε Αισχίν.