ἐλευθεριότης: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ητος, ἡ, das Wesen eines [[ἐλευθέριος]]. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen [[ἀσωτία]] u. [[ἀνελευθερία]]; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0796.png Seite 796]] ητος, ἡ, das Wesen eines [[ἐλευθέριος]]. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen [[ἀσωτία]] u. [[ἀνελευθερία]]; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ὁ) :<br />condition <i>ou</i> sentiment d'un homme libre ; [[libéralité]], générosité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθέριος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλευθεριότης''': -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, [[κυρίως]] [[ἐλευθεριότης]] περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D. | |lstext='''ἐλευθεριότης''': -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, [[κυρίως]] [[ἐλευθεριότης]] περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, a free man's disposition, the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐλευθεριότης τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτία ‘despilfarro’ ἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.
German (Pape)
[Seite 796] ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d'un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.
Greek Monotonic
ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ευγένεια, αρχοντιά, γενναιοδωρία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθεριότης: ητος ἡ
1) состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.;
2) великодушие, щедрость, бескорыстие (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὶ ἀνελευθερίας Arst.).
Middle Liddell
ἐλευθεριότης, ητος,
the character of an ἐλευθέριος, liberality, Plat.