ἐντρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ [[αἰδήμων]] Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ [[αἰδήμων]] Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντρεπτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.
|lstext='''ἐντρεπτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντρεπτικός]], -ή, -όν (AM)<br />[[επιτιμητικός]], [[επιπληκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἐντρεπτικῶς</i><br />επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντρεπτικόν</i><br />η [[συναίσθηση]] της αισχύνης, της ντροπής.
|mltxt=[[ἐντρεπτικός]], -ή, -όν (AM)<br />[[επιτιμητικός]], [[επιπληκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἐντρεπτικῶς</i><br />επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντρεπτικόν</i><br />η [[συναίσθηση]] της αισχύνης, της ντροπής.
}}
}}

Revision as of 15:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρεπτικός Medium diacritics: ἐντρεπτικός Low diacritics: εντρεπτικός Capitals: ΕΝΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entreptikós Transliteration B: entreptikos Transliteration C: entreptikos Beta Code: e)ntreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit to put one to shame, Ael.NA3.1; τὸ ἐ. the sense of shame, Arr.Epict.1.5.3, 9. II commanding respect, Herm. in Phdr.p.72A. III Adv. -κῶς· ἐλεγκτικῶς, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1censurable, incorrecto ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «ἐγώ» Herm.in Phdr.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.
2 que avergüenza, que hace avergonzarse λόγοι Ael.NA 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.
3 que censura, que reprende τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710
neutr. subst. τὸ ἐ. vergüenza, pudor Arr.Epict.1.5.3, 9, Eust.626.39.
3 ret. refutatorio λόγος op. ἀποδεικτικός Olymp.in Grg.9.3, ἔλεγχος Sch.Pl.Grg.458e.
II adv. -ῶς con reproche o reprobación τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.Iob 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.Gen.91.4, cf. 123.23, Thdt.Is.12.197.

German (Pape)

[Seite 858] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.
Étymologie: ἐντρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρεπτικός: -ή, -όν, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.

Greek Monolingual

ἐντρεπτικός, -ή, -όν (AM)
επιτιμητικός, επιπληκτικός
μσν.
επίρρ. ἐντρεπτικῶς
επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά
αρχ.
1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν
η συναίσθηση της αισχύνης, της ντροπής.