ἐπαυχένιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui étreint le cou <i>ou</i> la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐχήν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34. | |lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 15:16, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (< αὐχήν) on or for the neck, ζυγόν Pi. P. 2.93; κύναγχα AP 6.34 (Rhian.).
German (Pape)
[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.
English (Slater)
ἐπαυχένιος on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)
Greek Monolingual
(Α ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.
Greek Monotonic
ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυχένιος: давящий или сжимающий шею (ζυγόν Pind.; κυνάγχη Anth.).