ἐξαλέομαι: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] (s. [[ἀλέομαι]]), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον [[ἐξαλέασθαι]] Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] (s. [[ἀλέομαι]]), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον [[ἐξαλέασθαι]] Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />se garder de, chercher à éviter, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰλέομαι''': φυλάττομαι ἀπό τινος, [[ἐκκλίνω]], ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. [[λέξις]], πρβλ. τὸ ἑπομ. | |lstext='''ἐξᾰλέομαι''': φυλάττομαι ἀπό τινος, [[ἐκκλίνω]], ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. [[λέξις]], πρβλ. τὸ ἑπομ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:25, 2 October 2022
English (LSJ)
beware of, avoid, escape, ἔκ τ' ἀλέοντο Il.18.586; mostly in Ep. aor. 1 inf., Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, cf. 758,802, Orac. ap.Ar.Eq.1080: abs., τάων οὔτινά φημι διαμπερὲς ἐ. A.R.2.319, cf. 3.466: pres. ἐξαλέονται Q.S.2.385.—Ep. word, cf. sq.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλέομαι) • Alolema(s): ἐξᾰλεύομαι S.Ai.656 (cód., pero cf. ἐξαλύσκω)
evitar, escapar a c. ac. οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, πέμπτας δ' ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί evita los quintos días, pues (son) duros y terribles Hes.Op.802, ἀμυδρὴν χοιράδ' ἐξαλεύμενος Archil.229, Κυλλήνην Orác. en Ar.Eq.1080, ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.l.c., φράζεο δ' ὅππως χεῖρας ἐμὰς ... ἐξαλέοιο A.R.1.490, οὐ γάρ κε κακὸν μόρον ἐξαλέαισθε A.R.2.339, βλαβερὸν δάκος Nic.Th.121, cf. Opp.H.5.104, ἐπεὶ Θέμιν οὔ ποτ' ἀλιτροὶ ἀνέρες ἐξαλέονται Q.S.13.370, cf. 2.385, c. or. inf. μηδ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν, μάλα δ' ἐξαλέασθαι y no orines en las fuentes, guárdate bien (de ello) Hes.Op.758, c. compl. τάων οὔ τινά φημι διαμπερὲς ἐξαλέασθαι afirmo que nadie ha escapado a través de ellas ref. a las rocas Cianeas, A.R.2.319, c. gen. κακοῦ ἐξαλέασθε Cod.Vis.Pat.16
•abs. evitar, esquivar ὑλάκτεον ἔκ τ' ἀλέοντο los perros a los leones Il.18.586 (tm.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλέομαι), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc. ou gén..
Étymologie: ἐξ, ἀλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλέομαι: φυλάττομαι ἀπό τινος, ἐκκλίνω, ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· ὡσαύτως μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. λέξις, πρβλ. τὸ ἑπομ.
Greek Monolingual
ἐξαλέομαι (Α) αλέομαι
φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον.
Greek Monotonic
ἐξᾰλέομαι: αποθ., φυλάγομαι από, αποφεύγω, διαφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἐξαλέασθαι, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλέομαι: уклоняться, остерегаться, избегать (sc. λέοντα Hom. - in tmesi, Διὸς νόον Hes.; χρησμόν Arph.).
Middle Liddell
Dep. to beware of, avoid, escape, Il.; epic aor1 inf. ἐξαλέασθαι, Hes., Ar., Soph.