ἐπιμύω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφθαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, [[ἄνοια]] τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερθεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφθαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, [[ἄνοια]] τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερθεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> cligner ; <i>abs.</i> fermer les yeux, mourir;<br /><b>2</b> faire un signe en fermant la bouche <i>ou</i> les yeux, faire un signe de connivence;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se fermer <i>en parl. des paupières, d’une blessure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμύω''': μέλλ. -ύσω ῡ: ― [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, [[ἀποθνήσκω]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· [[ἄνοια]] μετὰ κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, [[μηδὲ]] τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) [[συγκλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα [[μόγις]] τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., [[κλείω]], ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.
|lstext='''ἐπιμύω''': μέλλ. -ύσω ῡ: ― [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, [[ἀποθνήσκω]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· [[ἄνοια]] μετὰ κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, [[μηδὲ]] τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) [[συγκλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα [[μόγις]] τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., [[κλείω]], ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> cligner ; <i>abs.</i> fermer les yeux, mourir;<br /><b>2</b> faire un signe en fermant la bouche <i>ou</i> les yeux, faire un signe de connivence;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se fermer <i>en parl. des paupières, d’une blessure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμύω Medium diacritics: ἐπιμύω Low diacritics: επιμύω Capitals: ΕΠΙΜΥΩ
Transliteration A: epimýō Transliteration B: epimyō Transliteration C: epimyo Beta Code: e)pimu/w

English (LSJ)

pf. A -μέμῡκα Sor.2.27:—close the eyes, τοὺς ὀφθαλμούς D.S. 1.48; τὰ βλέφαρα Aret.SA1.5; ὄμματα Opp.H.2.110: abs., close the eyes, Plb.4.27.7, Theoc.21.4 (cj.), Alex.Aphr.in Sens.17.14: metaph., die, Call.Epigr..41.5. 2. wink at, in token of assent, Ar.V.934. II. intr., close over, τὰ βλέφαρα τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει close over the eyes, Aret.CA1.6, cf. SA1.5, Sor.l.c.; close up, of wounds, Opp.C. 2.290; ταχὺ τὸν ὄγκον ἐπιμύειν Onos.19.3; ἐπῑμύοντας ὀλόσχους, prob.l. for ἐπημ-, Nic. Th.870, cf. Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 964] die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφθαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, ἄνοια τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερθεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 cligner ; abs. fermer les yeux, mourir;
2 faire un signe en fermant la bouche ou les yeux, faire un signe de connivence;
II. intr. se fermer en parl. des paupières, d’une blessure.
Étymologie: ἐπί, μύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύω: μέλλ. -ύσω ῡ: ― κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., κλείω τοὺς ὀφθαλμούς, ἀποθνήσκω, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· ἄνοια μετὰ κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) συγκλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα μόγις τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., κλείω, ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.

Greek Monolingual

ἐπιμύω (AM)
1. κλείνω τα μάτια
2. πεθαίνω
αρχ.
1. κλείνω τα μάτια για να δείξω πως συμφωνώ
2. κλείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύω «κλείνω (τα μάτια)»].

Greek Monotonic

ἐπιμύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κλείνω τα μάτια μου ως ένδειξη συναίνεσης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύω: (ῡ)1) моргать, мигать (τοὺς ὀφθαλμούς Diod.);
2) подмигивать, делать знак глазами Polyb.;
3) подмигивать в знак согласия Arph.

Middle Liddell

fut. ύσω
to wink in token of assent, Ar.