ἐπιχείρησις: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem [[ὁρμή]] entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem [[ὁρμή]] entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχείρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπίθεσις]], Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., [[ἐπιχείρησις]] [[ἐναντίον]] ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
|lstext='''ἐπιχείρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπίθεσις]], Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., [[ἐπιχείρησις]] [[ἐναντίον]] ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχείρησις Medium diacritics: ἐπιχείρησις Low diacritics: επιχείρησις Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epicheírēsis Transliteration B: epicheirēsis Transliteration C: epicheirisis Beta Code: e)pixei/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A an attempt upon, attack, Hdt.1.11, Th.2.11(pl.), 4.130; ἡ ἐ. τινος ἐπί τινας Act.Ap.12.1 cod. D; τὴν ἐ. μὴ συντάχυνε the attempt, Hdt.3.71; ἐκφέρειν τὴν ἐ. Id.8.132; ἐ. ποιεῖσθαί τινος attempt a thing, Th.1.70; ἡ ὑμετέρα ἐ. the attempt upon you, ib.33; ἡ ἐ. τοῦ σῶσαι Pl.Alc.1.115b, cf. Lg. 631a. II dialectical reasoning (cf. ἐπιχείρημα II), Arist.Top.111b16, al.; τὴν ἐ. ποιεῖσθαι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον Plb.12.7.4, cf. Phld.Sign. 29 (pl.), D.H.Amm.1.8, Plu.2.698a, S.E.P.2.192 (pl.); τὰ ἐφ' ἑκάτερα τὴν ἐ. δεχόμενα things capable of proof or disproof, Hermog. Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem ὁρμή entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
entreprise, particul. entreprise militaire, attaque.
Étymologie: ἐπιχειρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχείρησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι ἐναντίον τινός, ἐπίθεσις, Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., ἐπιχείρησις ἐναντίον ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε ἐπιχείρημα), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.

Greek Monotonic

ἐπιχείρησις: -εως, ἡ, στρατιωτική επιχείρηση, επίθεση, προσβολή, σε Ηρόδ., σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, επιχειρώ κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχείρησις: εως ἡ
1) попытка, начинание, мероприятие (δι᾽ ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται Thuc.): ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν Her. выдать (чей-л.) замысел;
2) покушение, нападение (τινι Her.): ἡ ὑμετέρα ἐ. Thuc. нападение на вас;
3) лог. диалектическое умозаключение, аргументация Arst., Polyb., Sext.: πολλὰς ἐπιχειρήσεις διδόναι εἴς τι Plat. давать повод к многим спорам о чем-л.

Middle Liddell

ἐπιχείρησις, εως
an attempt, attack, Hdt., Thuc.; ἐπ. ποιεῖσθαί τινος to attempt a thing, Thuc.

English (Woodhouse)

attack, attempt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)