ἐρικύμων: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1029.png Seite 1029]] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très fécond.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρικύμων''': ῡ, ον, (κύω), [[σφόδρα]] [[ἐγκύμων]], ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, [[ὁπόθεν]] ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα. | |lstext='''ἐρικύμων''': ῡ, ον, (κύω), [[σφόδρα]] [[ἐγκύμων]], ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, [[ὁπόθεν]] ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, (κύω) big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).
German (Pape)
[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
Greek Monolingual
ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].
Greek Monotonic
ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐκύμων: ονος, v.l. ἐρικυμάς, άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch.
Middle Liddell
[κύω]
big with young, Aesch.