ἑτερομήκης: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] ες, von verschiedener Länge, ungleichseitig, länglich, oblongus, [[σχῆμα]] D. Sic. 2, 3; [[πέδη]] Xen. de re equ. 7, 14; [[πλινθίον]] Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ ἑτερόμηκες, ein Rechteck ([[ὀρθογώνιον]] μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); [[ἀριθμός]], eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] ες, von verschiedener Länge, ungleichseitig, länglich, oblongus, [[σχῆμα]] D. Sic. 2, 3; [[πέδη]] Xen. de re equ. 7, 14; [[πλινθίον]] Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ ἑτερόμηκες, ein Rechteck ([[ὀρθογώνιον]] μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); [[ἀριθμός]], eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> plus long dans un sens que de l'autre;<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> qui n’est pas un carré (nombre).<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μῆκος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερομήκης''': ἑτερόμηκες, [[ἀνισόπλευρος]], δηλ. [[ἐπιμήκης]] [[ὀρθογώνιος]], Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ [[τετράγωνος]], δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο [[ἀνίσων]] παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ [[ἰσόπλευρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. [[προμήκης]]. | |lstext='''ἑτερομήκης''': ἑτερόμηκες, [[ἀνισόπλευρος]], δηλ. [[ἐπιμήκης]] [[ὀρθογώνιος]], Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ [[τετράγωνος]], δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο [[ἀνίσων]] παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ [[ἰσόπλευρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. [[προμήκης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, A with sides of uneven length, i.e. oblong, X.Eq. 7.14; ἑτερόμηκες, τό, oblong rectangle, Arist.Cat.11a10, de An.413a17, Euc.1 Def.22. 2 of numbers, not square, i.e. produced by the multiplication of two unequal factors, as 6 = 3 x 2, Pl. Tht.148a, Plu. 2.367f; opp. ἰσόπλευρος (both of line and number), Arist. APo.73b1.
German (Pape)
[Seite 1049] ες, von verschiedener Länge, ungleichseitig, länglich, oblongus, σχῆμα D. Sic. 2, 3; πέδη Xen. de re equ. 7, 14; πλινθίον Polyaen. 3, 10, 7; – τὸ ἑτερόμηκες, ein Rechteck (ὀρθογώνιον μέν, οὐκ ἰσόπλευρον δέ, Eucl. 1 def. 31); ἀριθμός, eine Zahl, die diesem entspricht, also ein Product aus zwei ungleichen Factoren, Plat. Theaet. 148 c; so auch Plut. de Is. et Os. 42, wo 16 die einzige Quadratzahl u. 18 die einzige Zahl aus zwei ungleichen Factoren 3 × 6 heißen, deren Seiten addirt dieselbe Zahl mit der Fläche geben, 4 + 4 + 4 + 4 = 4 . 4 = 16, und 3 + 6 + 3 + 6 = 3 . 6 = 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 plus long dans un sens que de l'autre;
2 t. de math. qui n’est pas un carré (nombre).
Étymologie: ἕτερος, μῆκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερομήκης: ἑτερόμηκες, ἀνισόπλευρος, δηλ. ἐπιμήκης ὀρθογώνιος, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· ἑτερόμηκες, τό, «ἑτερόμηκες δὲ ὃ ὀρθογώνιον μέν οὐκ ἰσόπλευρον δὲ» Εὐκλείδ. 1. σ. 2 λα΄, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 35, π. Ψυχ. 2. 2, 2. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, οὐχὶ τετράγωνος, δηλ. προκύπτων ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο ἀνίσων παραγόντων, ὡς 6 = 3Χ2, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Πλούτ. 2. 367F· ἀντίθ. τῷ ἰσόπλευρος, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 4, 3. Πρβλ. προμήκης.
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἑτερομήκης, -όμηκες)
αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» — ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός)
ο αριθμός, γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν κατά μία μονάδα (2x3, 5x6)
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι τετράγωνος, αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, μῆκος ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόμηκες
το ετερόμηκες τετράπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μηκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης].
Greek Monotonic
ἑτερομήκης: -ες (μῆκος), αυτός που έχει πλευρές άνισου μήκους, ανισόπλευρος, δηλ. επιμήκης ορθογώνιος, ορθογώνιος παραλληλόγραμμος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερομήκης:
1) с измерениями разной длины, т. е. удлиненный, продолговатый (πέδη Xen.; σχῆμα Diod.);
2) (о числах) «продолговатый», т. е. неквадратный, образовавшийся как произведение неравных сомножителей (ἀριθμός Plat.).
Middle Liddell
ἑτερο-μήκης, ες μῆκος
with sides of uneven length, i. e. oblong, rectangular, Xen.