ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1149.png Seite 1149]] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 [[ἡλικία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1149.png Seite 1149]] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 [[ἡλικία]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητικός Medium diacritics: ἡβητικός Low diacritics: ηβητικός Capitals: ΗΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēbētikós Transliteration B: hēbētikos Transliteration C: ivitikos Beta Code: h(bhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.

German (Pape)

[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.

Greek Monolingual

ἡβητικός, -ή, -όν (Α) ηβητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἡβητικός: -ή, -όν, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡβητικός: юношеский, отроческий (ἡλικία Xen.): ἡβητικοὶ λόγοι Xen. беседы о юношестве.

Middle Liddell

ἡβητικός, ή, όν
youthful, Lat. juvenilis, Xen.