Ἡφαιστότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1179.png Seite 1179]] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, [[σέλας]] Soph. Phil. 975, [[τρίπους]] D. L,. 1, 32, [[πανοπλία]] Procl. chrestom. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1179.png Seite 1179]] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, [[σέλας]] Soph. Phil. 975, [[τρίπους]] D. L,. 1, 32, [[πανοπλία]] Procl. chrestom. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />travaillé par Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]], [[τεύχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἡφαιστότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, [[σέλας]] Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - [[ὡσαύτως]] Ἡφαιστοτευχής, ές, [[δέπας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, [[ἔνθα]] ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
|lstext='''Ἡφαιστότευκτος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, [[σέλας]] Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - [[ὡσαύτως]] Ἡφαιστοτευχής, ές, [[δέπας]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, [[ἔνθα]] ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />travaillé par Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]], [[τεύχω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡφαιστότευκτος Medium diacritics: Ἡφαιστότευκτος Low diacritics: Ηφαιστότευκτος Capitals: ΗΦΑΙΣΤΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: Hēphaistóteuktos Transliteration B: Hēphaistoteuktos Transliteration C: Ifaistotefktos Beta Code: *(hfaisto/teuktos

English (LSJ)

ον, wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτυκές).

German (Pape)

[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monotonic

Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ἡφαιστότευκτος: изготовленный, созданный Гефестом (σέλας Soph.; τρίπους Diog. L.).

Middle Liddell

Ἡφαιστό-τευκτος, ον
wrought by Hephaestus, Soph.