ἡνιοχεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] ὁ, poet. = [[ἡνίοχος]], im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] ὁ, poet. = [[ἡνίοχος]], im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br /><i>c.</i> [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἡνίοχος]], ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.
|lstext='''ἡνιοχεύς''': έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ἡνίοχος]], ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><i>gén. épq.</i> ῆος;<br /><i>c.</i> [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύς Medium diacritics: ἡνιοχεύς Low diacritics: ηνιοχεύς Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΣ
Transliteration A: hēniocheús Transliteration B: hēniocheus Transliteration C: iniocheys Beta Code: h(nioxeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ, poet. for A ἡνίοχος, ὑπὸ δ' ἔστρεφον ἡνιοχῆες Il.5.505; θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα 8 312, cf. APl.5.337; the constellation Auriga, Nonn.D.1.178, al.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, poet. = ἡνίοχος, im plur. ἡνιοχῆες, Il. 5, 505. 8, 312. 16, 837. 19, 401; ἡνιοχῆα Nonn. D. 8, 256.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
c. ἡνίοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἡνίοχος, ὑπὸ δ’ ἔστρεφον ἡνιοχῆες Ἰλ. Ε. 505· θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα Θ. 312.

English (Autenrieth)

ῆος = ἡνίοχος. (Il.)

Greek Monolingual

ἡνιοχεύς, -έως, επικ. γεν. -ήος, ὁ (Α)
1. ηνίοχος («υπό δ' έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.)
2. ο αστερισμός του ηνιόχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. του ηνίοχος].

Greek Monotonic

ἡνιοχεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ποιητ. αντί ἡνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεύς: έως, эп. ῆος ὁ Hom. = ἡνίοχος.

Middle Liddell

ἡνιοχεύς, έως, poet. for ἡνίοχος, Il.]