ἰχνευτής: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der Spürer; [[κύων]], Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der Spürer; [[κύων]], Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. [[κύων]], ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ [[θήραμα]], πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = [[ἰχνεύμων]] Ι, ἴδε ἐν λέξει. | |lstext='''ἰχνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. [[κύων]], ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ [[θήραμα]], πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = [[ἰχνεύμων]] Ι, ἴδε ἐν λέξει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:30, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298). 2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.). II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.
Greek Monotonic
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνευτής: οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).
οῦ ὁ Her. = ἰχνεύμων 1.
Middle Liddell
ἰχνευτής, οῦ, [from ἰχνεύω
I. a tracker, ἰχν. κύων a hound that hunts by nose, Anth.
II. = ἰχνεύμων, Hdt.