ἱπποβάτης: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. [[ἐπιβήτωρ]]), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. [[ἐπιβήτωρ]]), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor.</i> ἱπποβάτας;<br />ου (ὁ) :<br />qui va à cheval, cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]], ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: [[ἐπιβήτωρ]], Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, [[ἐπιβαίνω]] τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo. | |lstext='''ἱπποβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]], ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: [[ἐπιβήτωρ]], Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, [[ἐπιβαίνω]] τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A horseman, A.Pers.26 (anap.). II ἱπποβάτης ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. ἐπιβήτωρ), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις).
French (Bailly abrégé)
dor. ἱπποβάτας;
ου (ὁ) :
qui va à cheval, cavalier.
Étymologie: ἵππος, βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἀναβάτης ἵππου, ἱππεύς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 26. ΙΙ. ἱπποβ. ἵππος ἢ ὄνος, ὁ ἐπιβαίνων τῶν θηλειῶν, ἄλλως: ἐπιβήτωρ, Στράβ. 388. -ἱπποβατέω, ἐπιβαίνω τῶν θηλειῶν ἵππων, Cod. Par. 2322, fol. 57 vo.
Greek Monolingual
ἱπποβάτης, o (A)
1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος
2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνοβάτης, τεθριπποβάτης.
Greek Monotonic
ἱπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αναβάτης ίππων, καβαλάρης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποβάτης: ου (ᾰ) ὁ наездник, всадник Aesch.