τεθριπποβάτης

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθριπποβᾰ́της Medium diacritics: τεθριπποβάτης Low diacritics: τεθριπποβάτης Capitals: ΤΕΘΡΙΠΠΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: tethrippobátēs Transliteration B: tethrippobatēs Transliteration C: tethrippovatis Beta Code: teqrippoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, driver of a four-horse chariot, Hdt. 4.170.

German (Pape)

[Seite 1079] ὁ, der ein Viergespann bestiegen hat und damit fährt, Beiwort der Kvrenäer bei Her. 4, 170.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
monté sur un char à quatre chevaux.
Étymologie: τέθριππος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τεθριπποβάτης: ου (ᾱ) ὁ правящий четверкой лошадей Her.

Greek (Liddell-Scott)

τεθριπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ ὁδηγῶν τέθριππον, ὀχούμενος ἐπὶ ἅρματος συρομένου ὑπὸ τεσσάρων ἵππων, Ἡρόδ. 4. 170.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιβάτης τεθρίππου, εποχούμενος με τέθριππο («τεθριπποβάται Κυρηναῖοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

τεθριπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, οδηγός άρματος που σύρεται από τέσσερα άλογα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τεθριππο-βᾰ́της, ου, ὁ,
driver of a four-horse chariot, Hdt.