τεθριπποβάτης
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, driver of a four-horse chariot, Hdt. 4.170.
German (Pape)
[Seite 1079] ὁ, der ein Viergespann bestiegen hat und damit fährt, Beiwort der Kvrenäer bei Her. 4, 170.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
monté sur un char à quatre chevaux.
Étymologie: τέθριππος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
τεθριπποβάτης: ου (ᾱ) ὁ правящий четверкой лошадей Her.
Greek (Liddell-Scott)
τεθριπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ ὁδηγῶν τέθριππον, ὀχούμενος ἐπὶ ἅρματος συρομένου ὑπὸ τεσσάρων ἵππων, Ἡρόδ. 4. 170.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επιβάτης τεθρίππου, εποχούμενος με τέθριππο («τεθριπποβάται Κυρηναῖοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
τεθριπποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, οδηγός άρματος που σύρεται από τέσσερα άλογα, σε Ηρόδ.