ὀξύπους: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]].
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550.
|lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύπους Medium diacritics: ὀξύπους Low diacritics: οξύπους Capitals: ΟΞΥΠΟΥΣ
Transliteration A: oxýpous Transliteration B: oxypous Transliteration C: oksypous Beta Code: o)cu/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὀξύπουν, τό, swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, E.Or.1550 (troch.).

German (Pape)

[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.

Greek Monolingual

-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].

Greek Monotonic

ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, που τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων πέλας ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.

Middle Liddell

ὀξύ-πους,
swift-footed, Eur.