ὀξύκομος: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, [[πεύκη]], Ep. ad. 291 a (App. 129). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, [[πεύκη]], Ep. ad. 291 a (App. 129). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύκομος''': -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, [[αὐτόθι]] 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129. | |lstext='''ὀξύκομος''': -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, [[αὐτόθι]] 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.
German (Pape)
[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.
Greek Monolingual
ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).