ὁλκάς: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] άδος, ἡ ([[ἕλκω]]), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] άδος, ἡ ([[ἕλκω]]), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />vaisseau remorqué, <i>particul.</i> vaisseau de transport <i>ou</i> de charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκάς''': -άδος, ἡ, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) [[πλοῖον]] ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, [[ὅθεν]] [[πλοῖον]] φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ὁλκάς]], Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
|lstext='''ὁλκάς''': -άδος, ἡ, ([[ἕλκω]], ὁλκὴ) [[πλοῖον]] ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, [[ὅθεν]] [[πλοῖον]] φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ὁλκάς]], Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />vaisseau remorqué, <i>particul.</i> vaisseau de transport <i>ou</i> de charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκάς Medium diacritics: ὁλκάς Low diacritics: ολκάς Capitals: ΟΛΚΑΣ
Transliteration A: holkás Transliteration B: holkas Transliteration C: olkas Beta Code: o(lka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A ship which is towed : hence, trading vessel, merchantman, Pi.N.5.2, Hdt.3.135, 7.25, 137, Lys.32.25; ἐν ὁλκάσιν ἢ πλοίοις Th.7.7, cf. X.Ath.1.20; ὁ. σιταγωγοί Th.6.44; οἰναγωγοί Pherecr.143.5, cf. Cephisod.10 : metaph., of women, AP5.160; of Europa's bull, Nonn.D.1.66. 2 of stones, conveyed to the place of building, IG11(2).199A79 (Delos, iii B. C.). 3 ὁλκάς· . . παρ' Ἀλκμᾶνι ἀειδῶν (i. e. ἀηδών, cf. Hsch. s.v. ὁλκάς), Cyr.Coisl.394 (Rh.Mus.43.451).

German (Pape)

[Seite 323] άδος, ἡ (ἕλκω), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
vaisseau remorqué, particul. vaisseau de transport ou de charge.
Étymologie: ἕλκω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκάς: -άδος, ἡ, (ἕλκω, ὁλκὴ) πλοῖον ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, ὅθεν πλοῖον φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐνίοτε φέρεται ὁλκάς, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.

English (Slater)

ὁλκᾰς merchant ship ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2) met., ὁλκάδα μυριοφόρον (= τὸν ὕμνον) ?fr. 355.

Greek Monolingual

ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) ολκή
1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῖον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)
2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.

Greek Monotonic

ὁλκάς: -άδος, ἡ (ἕλκω), ρυμουλκούμενο πλοίο, φορτηγό πλοίο, εμπορικό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκάς: άδος (ᾰδ) ἡ буксирное, т. е. грузовое судно Pind., Her., Thuc. etc.

Middle Liddell

ὁλκάς, άδος, ἕλκω
a ship which is towed, a ship of burthen, trading vessel, merchantman, Hdt.

English (Woodhouse)

cargo boat

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)