ὑπνώω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] ep. = [[ὑπνόω]] intr., schlafen, Il. 24, 344 Od. 5, 48. 24, 4 u. sp. D., wie Mosch. 2, 24 Apollnds 1 (IX, 25). – Auch von den Gestirnen, untergehen, Coluth. 342.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] ep. = [[ὑπνόω]] intr., schlafen, Il. 24, 344 Od. 5, 48. 24, 4 u. sp. D., wie Mosch. 2, 24 Apollnds 1 (IX, 25). – Auch von den Gestirnen, untergehen, Coluth. 342.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνώω''': κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = [[ὑπνόω]] ΙΙ ἢ [[ὑπνώσσω]], κοιμῶμαι, τοὺς δ’ [[αὖτε]] καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.
|lstext='''ὑπνώω''': κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω ([[ὅπερ]] [[ὅμως]] δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = [[ὑπνόω]] ΙΙ ἢ [[ὑπνώσσω]], κοιμῶμαι, τοὺς δ’ [[αὖτε]] καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνώω Medium diacritics: ὑπνώω Low diacritics: υπνώω Capitals: ΥΠΝΩΩ
Transliteration A: hypnṓō Transliteration B: hypnōō Transliteration C: ypnoo Beta Code: u(pnw/w

English (LSJ)

Ep. Verb, perhaps to be drowsy, be tired, τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344, Od.5.48, 24.4; ὅτε . . ἐπὶ κοῖτον ἐκ νομοῦ ὑπνώουσα κίῃ Nic.Th.127; but elsewhere, sleep, τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα Mosch.2.24; ἔννυχον ὑπνώοντι Maiist.22; ὑπνώοντες ῥέγκουσιν Nic.Th.433; ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, of Argus, Q.S.10.191: metaph. of the stars, Coluth.349 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1207] ep. = ὑπνόω intr., schlafen, Il. 24, 344 Od. 5, 48. 24, 4 u. sp. D., wie Mosch. 2, 24 Apollnds 1 (IX, 25). – Auch von den Gestirnen, untergehen, Coluth. 342.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
dormir.
Étymologie: ὕπνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνώω: κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω (ὅπερ ὅμως δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = ὑπνόω ΙΙ ἢ ὑπνώσσω, κοιμῶμαι, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.

Greek Monolingual

Α
νυστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. ὑπνάω, -, ενώ, κατ' άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω].

Greek Monotonic

ὑπνώω: αντί ὑπνάω = ὑπνώσσω, κοιμάμαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνώω: спать Hom.