ὑπηρέσιον: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] τό, die Unterlage od. das Sitzkissen auf der Ruderbank für die Ruderer, Thuc. 2, 93; εἰς ὑπ. καὶ κώπην συνέστειλε τὸν δῆμον, d. i. zum Ruderdienst, Plut. Them. 4; auch Sattel od. Pferdedecke, D. Sic. 20, 4; – Lohn des Ruderers, B. A. 312, Phot. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1206.png Seite 1206]] τό, die Unterlage od. das Sitzkissen auf der Ruderbank für die Ruderer, Thuc. 2, 93; εἰς ὑπ. καὶ κώπην συνέστειλε τὸν δῆμον, d. i. zum Ruderdienst, Plut. Them. 4; auch Sattel od. Pferdedecke, D. Sic. 20, 4; – Lohn des Ruderers, B. A. 312, Phot. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> coussin <i>ou</i> couverture que les rameurs fixaient sur leurs bancs;<br /><b>2</b> vaisseau garni de rameurs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπηρέτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπηρέσιον''': τό, τὸ [[ὑπόστρωμα]] ἐφ’ οὗ ἐκάθητο ὁ [[ἐρέτης]], Θουκ. 2. 93, Ἰσοκρ. 169Α· «ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ [[δόρυ]] καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος, εἰς [[ὑπηρέσιον]] καὶ κώπην συνέστειλε τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον» Πλουτ. Θεμιστ. 4· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόστρωμα]] ἢ [[σάγμα]] πρὸς ἱππασίαν, Διόδ. 20. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπηρέσια· τῶν κωπηλατούντων δέσματά τινα, ὡς προσκεφάλαια ἐφ’ ὧν καθέζονται». ΙΙ. «[[ὑπηρέσιον]]· ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς ὑπηρετοῦσι, τοῖς στρατευομένοις καὶ ἐρέσσουσι καὶ δουλεύουσιν· τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοῦ ὑπηρετεῖν κληθέντος» Φώτ. 625, 16, Α. Β. 312. 27. ΙΙΙ. = ὑπηρετικὸν [[πλοῖον]], Στράβ. 79. | |lstext='''ὑπηρέσιον''': τό, τὸ [[ὑπόστρωμα]] ἐφ’ οὗ ἐκάθητο ὁ [[ἐρέτης]], Θουκ. 2. 93, Ἰσοκρ. 169Α· «ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ [[δόρυ]] καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος, εἰς [[ὑπηρέσιον]] καὶ κώπην συνέστειλε τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον» Πλουτ. Θεμιστ. 4· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόστρωμα]] ἢ [[σάγμα]] πρὸς ἱππασίαν, Διόδ. 20. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπηρέσια· τῶν κωπηλατούντων δέσματά τινα, ὡς προσκεφάλαια ἐφ’ ὧν καθέζονται». ΙΙ. «[[ὑπηρέσιον]]· ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς ὑπηρετοῦσι, τοῖς στρατευομένοις καὶ ἐρέσσουσι καὶ δουλεύουσιν· τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοῦ ὑπηρετεῖν κληθέντος» Φώτ. 625, 16, Α. Β. 312. 27. ΙΙΙ. = ὑπηρετικὸν [[πλοῖον]], Στράβ. 79. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:20, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A cushion on a rower's bench, Th.2.93, Isoc.8.48, PCair.Zen.54.44 (iii B. C.); εἰς ὑ. καὶ κώπην, i.e. to rowers' service, Plu.Them.4. 2 riding-pad or saddle-cloth, D.S.20.4. II rowers' pay, AB312, Phot. III = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Eratosth. ap.Str.2.1.23.
German (Pape)
[Seite 1206] τό, die Unterlage od. das Sitzkissen auf der Ruderbank für die Ruderer, Thuc. 2, 93; εἰς ὑπ. καὶ κώπην συνέστειλε τὸν δῆμον, d. i. zum Ruderdienst, Plut. Them. 4; auch Sattel od. Pferdedecke, D. Sic. 20, 4; – Lohn des Ruderers, B. A. 312, Phot.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 coussin ou couverture que les rameurs fixaient sur leurs bancs;
2 vaisseau garni de rameurs.
Étymologie: ὑπηρέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρέσιον: τό, τὸ ὑπόστρωμα ἐφ’ οὗ ἐκάθητο ὁ ἐρέτης, Θουκ. 2. 93, Ἰσοκρ. 169Α· «ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος, εἰς ὑπηρέσιον καὶ κώπην συνέστειλε τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον» Πλουτ. Θεμιστ. 4· - ὡσαύτως, ὑπόστρωμα ἢ σάγμα πρὸς ἱππασίαν, Διόδ. 20. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπηρέσια· τῶν κωπηλατούντων δέσματά τινα, ὡς προσκεφάλαια ἐφ’ ὧν καθέζονται». ΙΙ. «ὑπηρέσιον· ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς ὑπηρετοῦσι, τοῖς στρατευομένοις καὶ ἐρέσσουσι καὶ δουλεύουσιν· τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοῦ ὑπηρετεῖν κληθέντος» Φώτ. 625, 16, Α. Β. 312. 27. ΙΙΙ. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Στράβ. 79.
Greek Monotonic
ὑπηρέσιον: τό (ὑπηρέτης),
I. υπόστρωμα, μαξιλαράκι σε κάθισμα κωπηλάτη, σε Θουκ.
II. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηρέσιον: τό
1) подстилка или подушка на скамьях гребцов Thuc., Isocr.: εἰς ὑ. καὶ κώπην συστεῖλαι τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον Plut. сделать афинский народ мореплавателями;
2) попона, чепрак Diod.
Middle Liddell
ὑπηρέσιον, ου, τό, ὑπηρέτης
I. the cushion on a rower's bench, Thuc.
II. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Strab.