ὑπομενετικός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui se résigne volontiers, endurant, patient.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1. | |lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:21, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A disposed to undergo, patient of, τῶν δεινῶν Arist.EN1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.EE1232a26; πρὸς λύπας ib. 1229b5. 2 obstinate, διδασκαλίαι Demetr.Lac.Herc.1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.Decent.3, Pl.Def. 412b, 416a, Arist.VV1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. in CA7p.429M. Adv. -κῶς Stoic.3.72.
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se résigne volontiers, endurant, patient.
Étymologie: ὑπομένω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομενετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ προτέρημα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας αὐτόθι 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡσαύτως, ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, -ή, -όν, Α ὑπομενετός / ὑπομενητός
ὑπομονετικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν
η ιδιότητα του υπομονετικού
αρχ.
επίμονος, πεισματάρης.
Greek Monotonic
ὑπομενετικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει, υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομενετικός: и ὑπομενητικός 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.
Middle Liddell
ὑπομενετικός, ή, όν
patient of, τῶν δεινῶν Arist.