ὑπόροφος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1230.png Seite 1230]] = [[ὑπώροφος]]. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1230.png Seite 1230]] = [[ὑπώροφος]]. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ὑπώροφος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόροφος''': καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὄροφος]], κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς [[ἦχος]] τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors. | |lstext='''ὑπόροφος''': καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὄροφος]], κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς [[ἦχος]] τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοά the soft note of the pipe, E.Or.147 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1230] = ὑπώροφος. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπώροφος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόροφος: καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄροφος, κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς ἦχος τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόροφος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) υπώροφος
νεοελλ.
φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος»
οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους
αρχ.
φρ. «ὑπόροφος βοή» — ο απαλός ήχος του αυλού.
Greek Monotonic
ὑπόροφος: -ον (ὄροφος, καλάμι), ὑπόροφος βοά, ο μαλακός ήχος του αυλού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόροφος: издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный (βοά Eur.). - см. тж. ὑπώροφος.
Middle Liddell
ὑπ-όροφος, ον, ὄροφος (a reed)]
ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.