ῥυπάω: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] schmutzig sein, beschmutzt sein; [[μάλα]] περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) [[καθῆραι]], Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch [[ῥυπόω]] aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten [[ῥυπόω]]); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] schmutzig sein, beschmutzt sein; [[μάλα]] περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) [[καθῆραι]], Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch [[ῥυπόω]] aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten [[ῥυπόω]]); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>Act. seul. prés. épq.</i> [[ῥυπόω]], <i>et impf.</i> ἐρρύπων;<br />être sale, malpropre.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4. | |lstext='''ῥῠπάω''': Ἐπικ. ῥῠπόω, ([[ῥύπος]]) εἶμαι [[ῥυπαρός]], [[ἀκάθαρτος]], [[πλήρης]] ῥύπου, [[μάλα]] περ ῥυπόωντα [[καθῆραι]] Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ [[ῥυπόω]] Τ. 72· νῦν δ’ [[ὅττι]] [[ῥυπόω]] Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ [[ἕστο]] χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:45, 2 October 2022
English (LSJ)
Ep. ῥῠπόω, A to be filthy, slovenly, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Od.6.87; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα 13.435; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω 19.72; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω 23.115; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα 24.227; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον Ar.Pl.266; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων Ar.Av.1282; τοὺς Πυθαγοριστὰς . . ῥυπᾶν ἑκόντας Aristopho 9.2, cf. Luc.Nec.4; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων Ael.NA 14.4. II Pass., to be filled with wax, of the ear, prob. in S.Fr. 858.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig sein, beschmutzt sein; μάλα περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) καθῆραι, Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch ῥυπόω aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten ῥυπόω); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. épq. ῥυπόω, et impf. ἐρρύπων;
être sale, malpropre.
Étymologie: ῥύπος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπάω: Ἐπικ. ῥῠπόω, (ῥύπος) εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, πλήρης ῥύπου, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω Τ. 72· νῦν δ’ ὅττι ῥυπόω Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.
English (Autenrieth)
ῥυπόω, part. ῥυπόωντα: be dirty, soiled.
Greek Monotonic
ῥῠπάω: Επικ. -όω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ῥύπος), είμαι βρωμερός, μιαρός, βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρρύπων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠπάω: эп. ῥῠπόω
1) быть грязным, неопрятным Hom., Arph., Luc.;
2) делать грязным, пачкать (τὰ ῥερυπωμένα, sc. εἵματα Hom.).