βοηδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
|elnltext=[[βοηδρόμος]] -ον [[βοή]], [[δραμεῖν]] te hulp snellend.
}}
{{elru
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηδρόμος]] -ον [[βοή]], [[δραμεῖν]] te hulp snellend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηδρόμος Medium diacritics: βοηδρόμος Low diacritics: βοηδρόμος Capitals: ΒΟΗΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: boēdrómos Transliteration B: boēdromos Transliteration C: voidromos Beta Code: bohdro/mos

English (LSJ)

helpful, helping, helper, giving succour, giving succor, running to a cry for aid, one who runs to one's aid, affording ready aid

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.

German (Pape)

[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accourt à l'aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηδρόμος -ον βοή, δραμεῖν te hulp snellend.

Russian (Dvoretsky)

βοηδρόμος: дор. βοᾱδρόμος 2 бегущий на помощь (πούς Eur.): ὑστέρα β. πάρειμι Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. ὑπέρ τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.

Greek Monolingual

ο
βλ. βοηδρόμιος.

Greek Monotonic

βοηδρόμος: -ον (βοή, δραμεῖν), αυτός που τρέχει για να καλέσει βοήθεια, αυτός που παρέχει αρωγή, που συνδράμει, βοηθός, σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.

Greek (Liddell-Scott)

βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.

Middle Liddell

[βοή, δραμεῖν
running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.

English (Woodhouse)

helper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)