βοηδρόμος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui accourt à l'aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βοηδρόμος]] -ον [[βοή]], [[δραμεῖν]] te hulp snellend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοηδρόμος:''' дор. [[βοαδρόμος|βοᾱδρόμος]] 2 бегущий на помощь ([[πούς]] Eur.): [[ὑστέρα]] β. [[πάρειμι]] Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. [[ὑπέρ]] τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος. | |lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:50, 2 October 2022
English (LSJ)
helpful, helping, helper, giving succour, giving succor, running to a cry for aid, one who runs to one's aid, affording ready aid
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.
German (Pape)
[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accourt à l'aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηδρόμος -ον βοή, δραμεῖν te hulp snellend.
Russian (Dvoretsky)
βοηδρόμος: дор. βοᾱδρόμος 2 бегущий на помощь (πούς Eur.): ὑστέρα β. πάρειμι Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. ὑπέρ τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
Greek Monolingual
ο
βλ. βοηδρόμιος.
Greek Monotonic
βοηδρόμος: -ον (βοή, δραμεῖν), αυτός που τρέχει για να καλέσει βοήθεια, αυτός που παρέχει αρωγή, που συνδράμει, βοηθός, σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
Greek (Liddell-Scott)
βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
Middle Liddell
[βοή, δραμεῖν
running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.