κατάφευξις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de fuir, fuite;<br /><b>2</b> place de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[καταφεύγω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de fuir, fuite;<br /><b>2</b> place de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[καταφεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάφευξις''': -εως, , [[καταφυγὴ]] πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. [[καταφύγιον]], [[τόπος]] πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς [[αὐτόθι]] 38.
|elnltext=κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάφευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бегство]]: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]] ([[ἀσφαλής]] Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 29:
|lsmtext='''κατάφευξις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καταφυγή]] προς [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τόπος]] διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.
|lsmtext='''κατάφευξις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καταφυγή]] προς [[ασφάλεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τόπος]] διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάφευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[бегство]]: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]] ([[ἀσφαλής]] Thuc.).
|lstext='''κατάφευξις''': -εως, , [[καταφυγὴ]] πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. [[καταφύγιον]], [[τόπος]] πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς [[αὐτόθι]] 38.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάφευξις]], εως [from [[καταφεύγω]]<br /><b class="num">I.</b> [[flight]] for [[refuge]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[place]] of [[refuge]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[κατάφευξις]], εως [from [[καταφεύγω]]<br /><b class="num">I.</b> [[flight]] for [[refuge]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[place]] of [[refuge]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφευξις Medium diacritics: κατάφευξις Low diacritics: κατάφευξις Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katápheuxis Transliteration B: katapheuxis Transliteration C: katafefksis Beta Code: kata/feucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A flight for refuge, κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Th.7.41. II place of refuge, ib.38.

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἀσφαλής Thuc. 7, 38; ποιεῖσθαι εἰς τὸν ὃρμον, = καταφεύγειν, 7, 41.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de fuir, fuite;
2 place de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.

Russian (Dvoretsky)

κατάφευξις: εως ἡ
1) бегство: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;
2) убежище (ἀσφαλής Thuc.).

Greek Monolingual

κατάφευξις, ἡ (Α) καταφέρνω
1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῖοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῦν το εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» — οι Ἀθηναῖοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.)
2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο.

Greek Monotonic

κατάφευξις: -εως, ἡ,
I. καταφυγή προς ασφάλεια, σε Θουκ.
II. τόπος διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφευξις: -εως, ἡ, καταφυγὴ πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. καταφύγιον, τόπος πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς αὐτόθι 38.

Middle Liddell

κατάφευξις, εως [from καταφεύγω
I. flight for refuge, Thuc.
II. a place of refuge, Thuc.