καταβιόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταβιώσομαι, <i>ao.</i> κατεβίωσα, <i>ao.2</i> κατεβίων;<br />vivre jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιόω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταβιώσομαι, <i>ao.</i> κατεβίωσα, <i>ao.2</i> κατεβίων;<br />vivre jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταβιόω''': μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., [[ὡσαύτως]] κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
|elnltext=καταβιόω [κατά, βίος] het leven doorbrengen:. τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον het aangenaam doorbrengen van het leven Plat. Prot. 355a.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιόω:''' (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)<br /><b class="num">1)</b> [[проводить жизнь]], [[жить]] ([[ἡδέως]] Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[оканчивать свою жизнь]] (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. [[Αἰσχίνης]] Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταβιόω:''' (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)<br /><b class="num">1)</b> [[проводить жизнь]], [[жить]] ([[ἡδέως]] Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[оканчивать свою жизнь]] (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. [[Αἰσχίνης]] Plut.).
|lstext='''καταβιόω''': μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., [[ὡσαύτως]] κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ [[ἡδέως]] καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταβιόω [κατά, βίος] het leven doorbrengen:. τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον het aangenaam doorbrengen van het leven Plat. Prot. 355a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι aor2 κατεβίων [[later]] aor1 -εβίωσα<br />to [[bring]] [[life]] to an end, Plat.
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι aor2 κατεβίων [[later]] aor1 -εβίωσα<br />to [[bring]] [[life]] to an end, Plat.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐόω Medium diacritics: καταβιόω Low diacritics: καταβιόω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΟΩ
Transliteration A: katabióō Transliteration B: katabioō Transliteration C: katavioo Beta Code: katabio/w

English (LSJ)

aor. A κατεβίων Pl.Prt.355a, later κατεβίωσα Plb.12.28.6, Plu.Dem.24:—pass one's life, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Pl. l. c., cf. R.578c, Ph.1.627: c. part., κ. ξενιτεύων, σοφιστεύων, Plb.l.c., Plu. l.c.; κ. διώξαντες ἕτερον ἢ καὶ φυγόντες ὑφ' ἑτέρου Phld.Rh.2.166 S.; κ. γεωργοῦντες Str.13.4.10. 2 bring one's life to an end, die, λέγεται ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν Philostr.VS1.9.3.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βιόω), verleben, das Leben hinbringen; τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον ἄνευ λυπῶν Plat. Prot. 355 a, öfter; Sp., περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε Plut. Dem. 24; ἐν τοῖς οἰκείοις καταβιῶναι Hdn. 1, 15, 8. Bei Luc. Ver. H. 1, 12 ist καταβιώσεσθε richtige Lesart für καταβιώσετε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καταβιώσομαι, ao. κατεβίωσα, ao.2 κατεβίων;
vivre jusqu’au bout.
Étymologie: κατά, βιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβιόω [κατά, βίος] het leven doorbrengen:. τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον het aangenaam doorbrengen van het leven Plat. Prot. 355a.

Russian (Dvoretsky)

καταβιόω: (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)
1) проводить жизнь, жить (ἡδέως Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);
2) оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. Αἰσχίνης Plut.).

Greek Monotonic

καταβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ κατεβίων, μεταγεν. αόρ. αʹ -εβίωσα· τελειώνω την ζωή μου, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιόω: μέλλ. -ώσομαι: ἀόρ. κατεβίων Πλάτ., ὡσαύτως κατεβίωσα, Πολύβ. 12. 28, 6, Πλουτ. Δημοσθ. 24. Τελειώνω τὸν βίον μου, περνῶ τὴν ζωήν μου, τὸ ἡδέως καταβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Πρωτ. 355Α, πρβλ. Πολ. 578F· ἀπολ., Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

Middle Liddell

fut. ώσομαι aor2 κατεβίων later aor1 -εβίωσα
to bring life to an end, Plat.