κλωστήρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />fil qui se roule autour du fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />fil qui se roule autour du fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κλώθω]]), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ [[κλῶσμα]], κλωστή, [[νῆμα]], «[[ῥάμμα]]», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν [[λίνον]] Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. [[αὐτόθι]] 145.
|elnltext=κλωστήρ -ῆρος, ὁ [κλώθω] spinrokken. gesponnen draad; knot, kluwen.
}}
{{elru
|elrutext='''κλωστήρ:''' ῆρος ὁ Пряжа, нить Aesch., Arph., Plut.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κλωστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κλώθω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άτρακτος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], [[ράμμα]], σε Αριστοφ.· <i>λίνου κλ</i>., λιναρένιο [[νήμα]], δηλ. [[δίχτυ]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κλωστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κλώθω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άτρακτος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλωστή]], [[νήμα]], [[ράμμα]], σε Αριστοφ.· <i>λίνου κλ</i>., λιναρένιο [[νήμα]], δηλ. [[δίχτυ]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλωστήρ:''' ῆρος ὁ Пряжа, нить Aesch., Arph., Plut.
|lstext='''κλωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κλώθω]]), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ [[κλῶσμα]], κλωστή, [[νῆμα]], «[[ῥάμμα]]», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν [[λίνον]] Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. [[αὐτόθι]] 145.
}}
{{elnl
|elnltext=κλωστήρ -ῆρος, [κλώθω] spinrokken. gesponnen draad; knot, kluwen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωστήρ Medium diacritics: κλωστήρ Low diacritics: κλωστήρ Capitals: ΚΛΩΣΤΗΡ
Transliteration A: klōstḗr Transliteration B: klōstēr Transliteration C: klostir Beta Code: klwsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A spindle, Theoc.24.70, A.R.4.1062. II thread, yarn, λίνου κλωστήρ, of a net (periphr. for κλωστὸν λίνον Sch.), A. Ch.507, cf. E.Fr.1001. 2 skein, Ar.Ra.1349 (lyr.), Lys.567, Plu.2.558d. 3 metaph., thread of fate, μοιρῶν κλωστῆρι Epigr.Gr.292.6 (Heraclea ad Latmum), cf. Arch.Pap.1.220 (κλωστείρων is a mason's error for κλωστήρων) μοιρίδιοι κ. IG3.1339.

German (Pape)

[Seite 1459] ῆρος, ὁ, der Spinner. – Der gesponnene Faden, τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σώζοντες λίνον Aesch. Ch. 500; Ar. Ran. 1347, wo der Schol. erkl. τὸ κεκλωσμένον ῥάμμα, Knäuel. – Die Spindel, Ap. Rh. 4, 1062.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
fil qui se roule autour du fuseau.
Étymologie: κλώθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωστήρ -ῆρος, ὁ [κλώθω] spinrokken. gesponnen draad; knot, kluwen.

Russian (Dvoretsky)

κλωστήρ: ῆρος ὁ Пряжа, нить Aesch., Arph., Plut.

Spanish

hilandero

Greek Monotonic

κλωστήρ: -ῆρος, ὁ (κλώθω),
I. άτρακτος, σε Θεόκρ.
II. κλωστή, νήμα, ράμμα, σε Αριστοφ.· λίνου κλ., λιναρένιο νήμα, δηλ. δίχτυ, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κλωστήρ: ῆρος, ὁ, (κλώθω), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ κλῶσμα, κλωστή, νῆμα, «ῥάμμα», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν λίνον Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. αὐτόθι 145.

Middle Liddell

κλωστήρ, ῆρος, κλώθω
I. a spindle, Theocr.
II. a thread, yarn, line, Ar.; λίνου κλ. the flaxen thread, i. e. the net, Aesch.

English (Woodhouse)

thread

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)