κελευθοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ός, όν :<br />qui prépare la voie.<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui prépare la voie.<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελευθοποιός''': -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ [[ὁδοποιός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
|elnltext=κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευθοποιός:''' [[прокладывающий дорогу]] (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κελευθοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει [[οδούς]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κελευθοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει [[οδούς]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελευθοποιός:''' [[прокладывающий дорогу]] (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
|lstext='''κελευθοποιός''': -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ [[ὁδοποιός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
}}
{{elnl
|elnltext=κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθοποιός Medium diacritics: κελευθοποιός Low diacritics: κελευθοποιός Capitals: ΚΕΛΕΥΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keleuthopoiós Transliteration B: keleuthopoios Transliteration C: kelefthopoios Beta Code: keleuqopoio/s

English (LSJ)

όν, road-making, A.Eu.13.

German (Pape)

[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).

Greek Monolingual

κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.

Greek Monotonic

κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.

Middle Liddell

κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.

English (Woodhouse)

road making

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)