κεραυνοβολέω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]].
|btext=-ῶ :<br />lancer la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνοβόλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεραυνοβολέω''': [[ἐξακοντίζω]] τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.
|elnltext=κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] [[bliksemen]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνοβολέω:''' [[поражать громом]], [[метать молнии]] Plut., Anth.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
|lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεραυνοβολέω:''' [[поражать громом]], [[метать молнии]] Plut., Anth.
|lstext='''κεραυνοβολέω''': [[ἐξακοντίζω]] τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] [[bliksemen]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεραυνοβολέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[hurl]] the [[thunderbolt]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[strike]] therewith, Il. [from [[κεραυνοβόλος]]
|mdlsjtxt=[[κεραυνοβολέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[hurl]] the [[thunderbolt]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[strike]] therewith, Il. [from [[κεραυνοβόλος]]
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβολέω Medium diacritics: κεραυνοβολέω Low diacritics: κεραυνοβολέω Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: keraunoboléō Transliteration B: keraunoboleō Transliteration C: keravnovoleo Beta Code: keraunobole/w

English (LSJ)

κεραυνοβολέω or κεραυνοβολῶ, A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3. II trans., strike with a thunderbolt, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.

German (Pape)

[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.

Greek Monotonic

κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.

Middle Liddell

κεραυνοβολέω,
I. to hurl the thunderbolt, Anth.
II. trans. to strike therewith, Il. [from κεραυνοβόλος