κισσήρης: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />couvert de lierre.<br />'''Étymologie:''' [[κισσός]].
|btext=ης, ες:<br />couvert de lierre.<br />'''Étymologie:''' [[κισσός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κισσήρης''': -ες, ([[κισσός]], *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.
|elnltext=κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσήρης:''' [[покрытый плющом]] (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κισσήρης:''' -ες ([[κισσός]], *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.
|lsmtext='''κισσήρης:''' -ες ([[κισσός]], *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κισσήρης:''' [[покрытый плющом]] (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
|lstext='''κισσήρης''': -ες, ([[κισσός]], *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.
}}
{{elnl
|elnltext=κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κισσ-[[ήρης]], ες [[κισσός]], *ἄρω]<br />ivy-clad, Soph.
|mdlsjtxt=κισσ-[[ήρης]], ες [[κισσός]], *ἄρω]<br />ivy-clad, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσήρης Medium diacritics: κισσήρης Low diacritics: κισσήρης Capitals: ΚΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: kissḗrēs Transliteration B: kissērēs Transliteration C: kissiris Beta Code: kissh/rhs

English (LSJ)

ες, (> ἀραρίσκω) = κισσηρεφής (ivy-clad), ὄχθαι S. Ant. 1132 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.

Russian (Dvoretsky)

κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).

Greek Monolingual

κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχήρης, ποδήρης.

Greek Monotonic

κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.

Middle Liddell

κισσ-ήρης, ες κισσός, *ἄρω]
ivy-clad, Soph.