κοτυλήρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />que l'on peut puiser <i>ou</i> recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]], [[ἀρύω]].
|btext=ος, ον :<br />que l'on peut puiser <i>ou</i> recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]], [[ἀρύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
|elnltext=κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
}}
{{elru
|elrutext='''κοτῠλήρῠτος:''' который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий ([[αἷμα]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοτῠλήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κοτῠλήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοτῠλήρῠτος:''' который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий ([[αἷμα]] Hom.).
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοτῠλ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />that can be [[drawn]] in cups, i. e. [[flowing]] [[copiously]], [[streaming]], Il.
|mdlsjtxt=κοτῠλ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />that can be [[drawn]] in cups, i. e. [[flowing]] [[copiously]], [[streaming]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλήρῠτος Medium diacritics: κοτυλήρυτος Low diacritics: κοτυλήρυτος Capitals: ΚΟΤΥΛΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: kotylḗrytos Transliteration B: kotylērytos Transliteration C: kotylirytos Beta Code: kotulh/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω) A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34. 2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).

English (Autenrieth)

(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.

Greek Monolingual

κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευήρυτος, κυλικήρυτος].

Greek Monotonic

κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

Middle Liddell

κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.