κρυπτάδιος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυπτάδιος:''' [[и]] Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый ([[φιλότης]] Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. [[μάχη]] Aesch. тайная борьба, заговор. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρυπτάδιος''': ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, ([[κρύπτω]])· ― [[κρυπτός]], [[κρύφιος]], [[λαθραῖος]], κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., [[κρυπτάδια]] Ἰλ. Α. 542. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρυπτᾰ́διος, η, ον [[κρύπτω]]<br />[[secret]], [[clandestine]], Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il. | |mdlsjtxt=κρυπτᾰ́διος, η, ον [[κρύπτω]]<br />[[secret]], [[clandestine]], Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:53, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)), secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. κρυπταδίως = secretly, in secret Man.2.195, 6.182.
German (Pape)
[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτάδιος: и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый (φιλότης Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. μάχη Aesch. тайная борьба, заговор.
English (Autenrieth)
secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.
Greek Monolingual
κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφάδιος, αμφάδιος)].
Greek Monotonic
κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.
Middle Liddell
κρυπτᾰ́διος, η, ον κρύπτω
secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.