κυνισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />philosophie des Cyniques.<br />'''Étymologie:''' [[κυνίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />philosophie des Cyniques.<br />'''Étymologie:''' [[κυνίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνισμός''': , τὸ φιλοσοφικὸν [[σύστημα]], [[τρόπος]] καὶ ὁ [[βίος]] τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 6. 2, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33, Πολυδ. Ε΄, 65.
|elnltext=κυνισμός -οῦ, ὁ [κυνίζω] Cynisme ( filos. stroming).
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνισμός:''' ὁ [[кинизм]], [[образ мыслей и действий киников]] Luc., Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κῠνισμός:''' το φιλοσοφικό [[σύστημα]], ο [[τρόπος]] και η [[ζωή]] των Κυνικών φιλοσόφων, σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠνισμός:''' το φιλοσοφικό [[σύστημα]], ο [[τρόπος]] και η [[ζωή]] των Κυνικών φιλοσόφων, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνισμός:''' ὁ [[кинизм]], [[образ мыслей и действий киников]] Luc., Diog. L.
|lstext='''κῠνισμός''': , τὸ φιλοσοφικὸν [[σύστημα]], [[τρόπος]] καὶ ὁ [[βίος]] τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 6. 2, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33, Πολυδ. Ε΄, 65.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνισμός -οῦ, ὁ [κυνίζω] Cynisme ( filos. stroming).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνισμός, οῦ, ὁ,<br />Cynical [[philosophy]] or [[conduct]], Luc.
|mdlsjtxt=κῠνισμός, οῦ, ὁ,<br />Cynical [[philosophy]] or [[conduct]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνισμός Medium diacritics: κυνισμός Low diacritics: κυνισμός Capitals: ΚΥΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kynismós Transliteration B: kynismos Transliteration C: kynismos Beta Code: kunismo/s

English (LSJ)

ὁ, Cynical philosophy or Cynical conduct, Apollod.Stoic. 3.261, Luc.Bis Acc.33, Poll.5.65, Jul.Or.6.182c.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
philosophie des Cyniques.
Étymologie: κυνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνισμός -οῦ, ὁ [κυνίζω] Cynisme ( filos. stroming).

Russian (Dvoretsky)

κῠνισμός:кинизм, образ мыслей и действий киников Luc., Diog. L.

Greek Monolingual

ο (Α κυνισμός) κυνίζω
το φιλοσοφικό σύστημα, η συμπεριφορά και, γενικά, η ζωή τών κυνικών φιλοσόφων («συγκαθεῑρξε τὸ σκῶμμα καὶ τὸν κυνισμὸν καὶ τὸν Ἀριστοφάνη», Λουκιαν.)
νεοελλ.
η τάση για περιφρόνηση τών συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς αλλά και της ίδιας της ηθικής.

Greek Monotonic

κῠνισμός: το φιλοσοφικό σύστημα, ο τρόπος και η ζωή των Κυνικών φιλοσόφων, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνισμός: ὁ, τὸ φιλοσοφικὸν σύστημα, ὁ τρόπος καὶ ὁ βίος τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 6. 2, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33, Πολυδ. Ε΄, 65.

Middle Liddell

κῠνισμός, οῦ, ὁ,
Cynical philosophy or conduct, Luc.