κυκλωτός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]]. | |btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυκλωτός:''' [[закругленный]], [[круглый]] (sc. [[σάκος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''κυκλωτός:''' -ή, -όν ([[κυκλόω]]), [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κυκλωτός:''' -ή, -όν ([[κυκλόω]]), [[κυκλικός]], [[στρογγυλός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κυκλωτός''': -ή, -όν, ἔχων [[σχῆμα]] κύκλου, [[στρογγύλος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 540. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, rounded, A.Th.540.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.
Russian (Dvoretsky)
κυκλωτός: закругленный, круглый (sc. σάκος Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακός («κυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
Greek Monotonic
κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.
Middle Liddell
κυκλωτός, ή, όν κυκλόω
rounded, round, Aesch.