κόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d'orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d'orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
|elnltext=κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil.
}}
{{elru
|elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόλλιξ:''' -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή [[άρτος]] από χονδρό [[αλεύρι]].
|lsmtext='''κόλλιξ:''' -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή [[άρτος]] από χονδρό [[αλεύρι]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόλλιξ:''' ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. [[κολλικοφάγος]]).
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
}}
{{elnl
|elnltext=κόλλιξ -ικος, , geneesk. schijfje, pil.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλιξ Medium diacritics: κόλλιξ Low diacritics: κόλλιξ Capitals: ΚΟΛΛΙΞ
Transliteration A: kóllix Transliteration B: kollix Transliteration C: kolliks Beta Code: ko/llic

English (LSJ)

ῑκος, ὁ, A roll or loaf of coarse bread, Hippon.35.6, Nicopho 15; κ. Θεσσαλικός Archestr.Fr.4.12. II Medic., = τροχίσκος, rubbed up and taken in wine, Hp.Int.23, cf. Gal.19.103; = κολλύριον 1.1, Hp.Epid.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1473] ικος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίθινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
1 pain d'orge grossier de forme ronde;
2 pastille.
Étymologie: κόλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil.

Russian (Dvoretsky)

κόλλιξ: ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. κολλικοφάγος).

Greek Monolingual

κόλλιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)
2. χάπι, καταπότιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»].

Greek Monotonic

κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή άρτος από χονδρό αλεύρι.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντιον ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: m.
Meaning: round coarse bread (Hippon., com.), tablet (medic.).
Compounds: κολλικο-φάγος (Ar.)
Derivatives: κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Cor.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the formation Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. The word, in -ικ-, is no doubt Pre-Greek. (From MGr. κολλίκι(ον) Russ. kulíc Easter-cake; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.). Cf. κόλλα.

Middle Liddell


a roll or loaf of coarse bread.

Frisk Etymology German

κόλλιξ: -ικος
{kólliks}
Grammar: m.
Meaning: rundes grobes Brot (Hippon., Kom.), Tablette (Mediz.);
Composita: κολλικοφάγος (Ar.).
Derivative: Davon κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Kor.).
Etymology: Wie bei κόλλαβος (s. d.) müssen wir aus Unkenntnis der Tatsachen auf eine Erklärung verzichten; zur Bildung Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. — Aus mgr. κολλίκι(ον) russ. kulíc ‘Osterkuchen (aus Weizenmehl)’; vgl. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.
Page 1,899