κολλικοφάγος
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
[ᾰ], ον, roll-eating, epithet of Boeotians, Ar.Ach.872, prob. in Ephipp.1.
German (Pape)
[Seite 1473] grobe Brote essend, so nennt die Böoter Ar. Ach. 872.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange du pain d'orge grossier.
Étymologie: κόλλιξ, φαγεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολλικοφάγος -ον [κόλλιξ, ἔφαγον] gerstebrood etend.
Russian (Dvoretsky)
κολλῑκοφάγος: шутл. поедающий ячменные булки (Βοιωτοί Arph.).
Greek Monolingual
κολλικοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κουλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, -ικος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.
Greek Monotonic
κολλῑκοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει «κολλικία», σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κολλῑκοφάγος: -ον, ὁ τρώγων «κολλίκια» ἢ χονδρίτην ἄρτον, ἐπίθ. τῶν Βοιωτῶν, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 872.