κολλικοφάγος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλῑκοφάγος Medium diacritics: κολλικοφάγος Low diacritics: κολλικοφάγος Capitals: ΚΟΛΛΙΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kollikophágos Transliteration B: kollikophagos Transliteration C: kollikofagos Beta Code: kollikofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, roll-eating, epithet of Boeotians, Ar.Ach.872, prob. in Ephipp.1.

German (Pape)

[Seite 1473] grobe Brote essend, so nennt die Böoter Ar. Ach. 872.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange du pain d'orge grossier.
Étymologie: κόλλιξ, φαγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλικοφάγος -ον [κόλλιξ, ἔφαγον] gerstebrood etend.

Russian (Dvoretsky)

κολλῑκοφάγος: шутл. поедающий ячменные булки (Βοιωτοί Arph.).

Greek Monolingual

κολλικοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κουλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, -ικος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

κολλῑκοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει «κολλικία», σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κολλῑκοφάγος: -ον, ὁ τρώγων «κολλίκια» ἢ χονδρίτην ἄρτον, ἐπίθ. τῶν Βοιωτῶν, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 872.

Middle Liddell

κολλῑκο-φάγος, ον φαγεῖν
roll-eating, Ar. [from κόλλιξ