κρεανόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui distribue les chairs d'une victime;<br /><b>2</b> qui coupe de la chair en morceaux.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui distribue les chairs d'une victime;<br /><b>2</b> qui coupe de la chair en morceaux.<br />'''Étymologie:''' [[κρέας]], [[νέμω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρεᾱνόμος''': , ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὸ [[κρέας]] τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.
|elnltext=κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ [[разделяющий жертвенное мясо]] Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), αυτός που διαμοιράζει τη [[σάρκα]] των θυσιών, [[κόφτης]] κρέατος, σε Ευρ.
|lsmtext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), αυτός που διαμοιράζει τη [[σάρκα]] των θυσιών, [[κόφτης]] κρέατος, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ [[разделяющий жертвенное мясо]] Eur.
|lstext='''κρεᾱνόμος''': , ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὸ [[κρέας]] τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεᾱ-[[νόμος]], ὁ, [[νέμω]]<br />one who distributes the [[flesh]] of victims, a [[carver]], Eur.
|mdlsjtxt=κρεᾱ-[[νόμος]], ὁ, [[νέμω]]<br />one who distributes the [[flesh]] of victims, a [[carver]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνόμος Medium diacritics: κρεανόμος Low diacritics: κρεανόμος Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: kreanómos Transliteration B: kreanomos Transliteration C: kreanomos Beta Code: kreano/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω) one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as adjective, mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui distribue les chairs d'une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνόμος:разделяющий жертвенное мясо Eur.

Greek Monolingual

κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.

Middle Liddell

κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.