κυνηγέω: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=-ῶ :<br />chasser.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]]. | |btext=-ῶ :<br />chasser.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγέω:''' дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = [[κυνηγετέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνηγέω:''' Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[κυνηγός]]), [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κυνηγετέω]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''κῠνηγέω:''' Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[κυνηγός]]), [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κυνηγετέω]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠνηγέω, [[κυνηγός]]<br />to [[hunt]], [[chase]], later form of [[κυνηγετέω]], Plut. | |mdlsjtxt=κῠνηγέω, [[κυνηγός]]<br />to [[hunt]], [[chase]], later form of [[κυνηγετέω]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. -ᾱγέω Bion 1.60: pf. Pass. κεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4: (κυνηγός):—hunt, chase, later form of κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός] Arist.HA619a33, cf. Plu.Pel.8, etc.: metaph., pursue, persecute, τινα Pl.Ep.349c, etc.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser.
Étymologie: κυνηγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέω: дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = κυνηγετέω.
Greek Monotonic
κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, θηρεύω, μεταγενέστερος τύπος τοῦ κυνηγετέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
Middle Liddell
κῠνηγέω, κυνηγός
to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.