καλήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἡμέρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλήμερος''': -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.
|elnltext=καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλήμερος:''' имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλήμερος:''' имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.
|lstext='''καλήμερος''': -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.
}}
{{elnl
|elnltext=καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλ-ήμερος, ον [[ἡμέρα]]<br />with [[fortunate]] days, Anth.
|mdlsjtxt=κᾰλ-ήμερος, ον [[ἡμέρα]]<br />with [[fortunate]] days, Anth.
}}
}}

Revision as of 21:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλήμερος Medium diacritics: καλήμερος Low diacritics: καλήμερος Capitals: ΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kalḗmeros Transliteration B: kalēmeros Transliteration C: kalimeros Beta Code: kalh/meros

English (LSJ)

ον, bringing a fair day (opp. κακήμερος), AP9.508 (Pall.); καλήμερε, Χαῖρε Mim.Oxy.413.67.

German (Pape)

[Seite 1308] der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.
Étymologie: καλός, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμερος: имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.

Greek Monolingual

καλήμερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολοήμερος].

Greek Monotonic

κᾰλήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καλήμερος: -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.

Middle Liddell

κᾰλ-ήμερος, ον ἡμέρα
with fortunate days, Anth.