περίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />plein de courroux ; <i>adv.</i> • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
|elnltext=περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.
}}
{{elru
|elrutext='''περίθῡμος:''' [[полный гнева]], [[гневный]] (κατάραι Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περίθῡμος:''' -ον, [[πολύ]] οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-μως</i>, στον ίδ.· [[περιθύμως]] ἔχειν, είμαι [[πολύ]] θυμωμένος, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίθῡμος:''' [[полный гнева]], [[гневный]] (κατάραι Aesch.).
|lstext='''περίθῡμος''': -ον, [[σφόδρα]] ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι [[λίαν]] ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-θῡμος, ον,<br />[[very]] [[wrathful]], Aesch. adv. -μως, Aesch.; [[περιθύμως]] ἔχειν to be [[very]] [[angry]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[περί]]-θῡμος, ον,<br />[[very]] [[wrathful]], Aesch. adv. -μως, Aesch.; [[περιθύμως]] ἔχειν to be [[very]] [[angry]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθῡμος Medium diacritics: περίθυμος Low diacritics: περίθυμος Capitals: ΠΕΡΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: períthymos Transliteration B: perithymos Transliteration C: perithymos Beta Code: peri/qumos

English (LSJ)

ον, very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. -μως A.Ch.40(lyr.); π. ἔχειν or ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as adverb, Plu.Mar.19.

German (Pape)

[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courroux ; adv. • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.
Étymologie: περί, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.

Russian (Dvoretsky)

περίθῡμος: полный гнева, гневный (κατάραι Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιθύμως και περίθυμον
με πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θυμός.

Greek Monotonic

περίθῡμος: -ον, πολύ οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, στον ίδ.· περιθύμως ἔχειν, είμαι πολύ θυμωμένος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.

Middle Liddell

περί-θῡμος, ον,
very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.