περικλειτός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />célèbre tout alentour, très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλειτός]].
|btext=ή, όν :<br />célèbre tout alentour, très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλειτός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περικλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]], [[κλέος]]) [[περικλεής]], [[περίφημος]], Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. [[περικλυτός]].
|elnltext=περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.
}}
{{elru
|elrutext='''περικλειτός:''' Theocr. = [[περικλεής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περικλειτός:''' -ή, -όν, [[ολόγυρα]] [[ονομαστός]], [[περίφημος]], [[ξακουστός]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''περικλειτός:''' -ή, -όν, [[ολόγυρα]] [[ονομαστός]], [[περίφημος]], [[ξακουστός]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικλειτός:''' Theocr. = [[περικλεής]].
|lstext='''περικλειτός''': -ή, -όν, ([[κλείω]], [[κλέος]]) [[περικλεής]], [[περίφημος]], Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. [[περικλυτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[κλειτός]], ή, όν<br />famed all [[round]], farfamed, Theocr.
|mdlsjtxt=περι-[[κλειτός]], ή, όν<br />famed all [[round]], farfamed, Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλειτός Medium diacritics: περικλειτός Low diacritics: περικλειτός Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: perikleitós Transliteration B: perikleitos Transliteration C: perikleitos Beta Code: perikleito/s

English (LSJ)

ή, όν, κλείω (B), κλέος) far-famed, Theoc.17.34, AP9.434.3 (Theoc.), Q.S.3.305.

German (Pape)

[Seite 579] rings od. weit gepriesen; Theocr. 17, 34; Qu. Sm. 3, 305 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
célèbre tout alentour, très illustre.
Étymologie: περί, κλειτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικλειτός -ή -όν [περί, κλείω] wijd en zijd beroemd.

Russian (Dvoretsky)

περικλειτός: Theocr. = περικλεής.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
περικλεής, ένδοξος, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλειτός «ένδοξος» (πρβλ. δουρι-κλειτός)].

Greek Monotonic

περικλειτός: -ή, -όν, ολόγυρα ονομαστός, περίφημος, ξακουστός, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περικλειτός: -ή, -όν, (κλείω, κλέος) περικλεής, περίφημος, Θεόκρ. 17. 34, Ἐπιγρ. 22. 3, Κόϊντ. Σμ. 3. 305· πρβλ. περικλυτός.

Middle Liddell

περι-κλειτός, ή, όν
famed all round, farfamed, Theocr.