περιταφρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=entourer d'un fossé, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ταφρεύω]].
|btext=entourer d'un fossé, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ταφρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιταφρεύω''': [[περιβάλλω]] διὰ τάφρου, τὴν πόλιν, τὸ [[στρατόπεδον]] Πολύβ. 1. 48, 10, Πλούτ. 2, 191C· στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28· περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Πλουτ. Μάρ. 33.
|elnltext=περι-ταφρεύω met een gracht omgeven:. ἐν περιταφρευομένῳ... καταφανεῖ op een open plek die door een gracht omgeven was Xen. Cyr. 3.3.28.
}}
{{elru
|elrutext='''περιταφρεύω:''' [[обводить рвом]], [[окапывать]] (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιταφρεύω:''' [[περιβάλλω]] με [[χαντάκι]], σε Πολύβ. — Παθ., <i>ἐν περιτεταφρευμένῳ</i>, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
|lsmtext='''περιταφρεύω:''' [[περιβάλλω]] με [[χαντάκι]], σε Πολύβ. — Παθ., <i>ἐν περιτεταφρευμένῳ</i>, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιταφρεύω:''' [[обводить рвом]], [[окапывать]] (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ [[στρατόπεδον]] Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
|lstext='''περιταφρεύω''': [[περιβάλλω]] διὰ τάφρου, τὴν πόλιν, τὸ [[στρατόπεδον]] Πολύβ. 1. 48, 10, Πλούτ. 2, 191C· στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28· περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Πλουτ. Μάρ. 33.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ταφρεύω met een gracht omgeven:. ἐν περιταφρευομένῳ... καταφανεῖ op een open plek die door een gracht omgeven was Xen. Cyr. 3.3.28.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[surround]] with a [[trench]], Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched [[ground]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[surround]] with a [[trench]], Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched [[ground]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιταφρεύω Medium diacritics: περιταφρεύω Low diacritics: περιταφρεύω Capitals: ΠΕΡΙΤΑΦΡΕΥΩ
Transliteration A: peritaphreúō Transliteration B: peritaphreuō Transliteration C: peritafreyo Beta Code: peritafreu/w

English (LSJ)

surround with a trench, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον, Plb.1.48.10. Plu.2.191c; λόφον App.Pun.72; τὴν ἐπαρχίαν Phleg. 36.18 J.:—Pass., στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ X.Cyr.3.3.28; περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Plu.Mar.33.

German (Pape)

[Seite 596] mit einem Graben rings umgeben; τόπος περιτεταφρευμένος, Xen. Cyr. 3, 3, 28; Pol. 1, 48, 10; Plut. Marc. 33.

French (Bailly abrégé)

entourer d'un fossé, acc..
Étymologie: περί, ταφρεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ταφρεύω met een gracht omgeven:. ἐν περιταφρευομένῳ... καταφανεῖ op een open plek die door een gracht omgeven was Xen. Cyr. 3.3.28.

Russian (Dvoretsky)

περιταφρεύω: обводить рвом, окапывать (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ στρατόπεδον Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).

Greek Monolingual

ΝΑ
περιβάλλω με τάφρο, σκάβω τάφρο γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ταφρεύω «ανοίγω τάφρο»].

Greek Monotonic

περιταφρεύω: περιβάλλω με χαντάκι, σε Πολύβ. — Παθ., ἐν περιτεταφρευμένῳ, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

περιταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον Πολύβ. 1. 48, 10, Πλούτ. 2, 191C· στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28· περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Πλουτ. Μάρ. 33.

Middle Liddell


to surround with a trench, Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched ground, Xen.