περισαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0590.png Seite 590]] poet. [[περισσαίνω]], umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0590.png Seite 590]] poet. [[περισσαίνω]], umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περισαίνω''': Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν [[περί]] τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
|elnltext=περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.
}}
{{elru
|elrutext='''περισαίνω:''' эп. [[περισσαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вилять]] (οὐρῇσι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обступать]], [[виляя хвостом]] (τινά Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περισαίνω:''' Επικ. περισ-[[σαίνω]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου γύρω γύρω, [[κολακεύω]], με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περισαίνω:''' Επικ. περισ-[[σαίνω]], [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου γύρω γύρω, [[κολακεύω]], με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περισαίνω:''' эп. [[περισσαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вилять]] (οὐρῇσι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обступать]], [[виляя хвостом]] (τινά Hom.).
|lstext='''περισαίνω''': Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν [[περί]] τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic περισ-[[σαίνω]]<br />to wag the [[tail]] [[round]], [[fawn]] [[upon]], c. acc. or absol., Od.
|mdlsjtxt=epic περισ-[[σαίνω]]<br />to wag the [[tail]] [[round]], [[fawn]] [[upon]], c. acc. or absol., Od.
}}
}}

Revision as of 21:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισαίνω Medium diacritics: περισαίνω Low diacritics: περισαίνω Capitals: ΠΕΡΙΣΑΙΝΩ
Transliteration A: perisaínō Transliteration B: perisainō Transliteration C: perisaino Beta Code: perisai/nw

English (LSJ)

Ep. περισσ-, wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215; of σαργοί, Opp.H.4.361: metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.

German (Pape)

[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.

Russian (Dvoretsky)

περισαίνω: эп. περισσαίνω
1) вилять (οὐρῇσι Hom.);
2) обступать, виляя хвостом (τινά Hom.).

English (Autenrieth)

wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α
1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον
2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τον ακολουθώ δουλικά, τον κολακεύω ταπεινά, τον θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].

Greek Monotonic

περισαίνω: Επικ. περισ-σαίνω, κουνώ την ουρά μου γύρω γύρω, κολακεύω, με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.

Middle Liddell

epic περισ-σαίνω
to wag the tail round, fawn upon, c. acc. or absol., Od.