προπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=naviguer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πλέω]].
|btext=naviguer devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. [[προπλώω]].
|elnltext=προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.
}}
{{elru
|elrutext='''προπλέω:''' [[плыть впереди]]: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] από [[πριν]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] από [[πριν]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπλέω:''' [[плыть впереди]]: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.
|lstext='''προπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. [[προπλώω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]]<br />to [[sail]] [[before]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]]<br />to [[sail]] [[before]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπλέω Medium diacritics: προπλέω Low diacritics: προπλέω Capitals: ΠΡΟΠΛΕΩ
Transliteration A: propléō Transliteration B: propleō Transliteration C: propleo Beta Code: prople/w

English (LSJ)

sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.

German (Pape)

[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.

French (Bailly abrégé)

naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.

Russian (Dvoretsky)

προπλέω: плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail before, Thuc.