προσαμφιέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=faire revêtir, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀμφιέννυμι]].
|btext=faire revêtir, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀμφιέννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσαμφιέννῡμι''': μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, [[ἀμφιέννυμι]] ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».
|elnltext=προσ-αμφιέννυμι laten aantrekken (van kleding):. αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί ik zal hem dit ook laten aantrekken Aristoph. Eq. 891.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαμφιέννῡμι:''' (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσαμφιέννῡμι:''' Αττ. μέλ. <i>-αμφιῶ</i>, [[ντύνω]] [[επιπλέον]], <i>τί τινα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προσαμφιέννῡμι:''' Αττ. μέλ. <i>-αμφιῶ</i>, [[ντύνω]] [[επιπλέον]], <i>τί τινα</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσαμφιέννῡμι:''' (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).
|lstext='''προσαμφιέννῡμι''': μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, [[ἀμφιέννυμι]] ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αμφιέννυμι laten aantrekken (van kleding):. αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί ik zal hem dit ook laten aantrekken Aristoph. Eq. 891.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] fut. -αμφιῶ<br />to put on [[over]], τί τινα Ar.
|mdlsjtxt=[[attic]] fut. -αμφιῶ<br />to put on [[over]], τί τινα Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαμφιέννῡμι Medium diacritics: προσαμφιέννυμι Low diacritics: προσαμφιέννυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΦΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: prosamphiénnymi Transliteration B: prosamphiennymi Transliteration C: prosamfiennymi Beta Code: prosamfie/nnumi

English (LSJ)

Att. fut. -αμφιῶ, put on over, τινά τι Ar.Eq.891.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.

French (Bailly abrégé)

faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμφιέννυμι laten aantrekken (van kleding):. αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί ik zal hem dit ook laten aantrekken Aristoph. Eq. 891.

Russian (Dvoretsky)

προσαμφιέννῡμι: (fut. προσαμφιῶ) надевать (τινά τι Arph.).

Greek Monolingual

Α
ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»].

Greek Monotonic

προσαμφιέννῡμι: Αττ. μέλ. -αμφιῶ, ντύνω επιπλέον, τί τινα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».

Middle Liddell

attic fut. -αμφιῶ
to put on over, τί τινα Ar.