ποικιλόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux expédients variés, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />aux expédients variés, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικῐλόβουλος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, [[πολυμήχανος]], [[πολύτροπος]], Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. [[αἰολόβουλος]].
|elnltext=ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόβουλος:''' [[богатый на выдумки]], [[изобретательный]] ([[Προμηθεύς]] Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποικῐλόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, [[πανούργος]], σε Ησίοδ., Ανθ.
|lsmtext='''ποικῐλόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, [[πανούργος]], σε Ησίοδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλόβουλος:''' [[богатый на выдумки]], [[изобретательный]] ([[Προμηθεύς]] Hes.).
|lstext='''ποικῐλόβουλος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, [[πολυμήχανος]], [[πολύτροπος]], Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. [[αἰολόβουλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-βουλος, ον, [[βουλή]]<br />of [[changeful]] [[counsel]], [[wily]]-[[minded]], Hes., Anth.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-βουλος, ον, [[βουλή]]<br />of [[changeful]] [[counsel]], [[wily]]-[[minded]], Hes., Anth.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόβουλος Medium diacritics: ποικιλόβουλος Low diacritics: ποικιλόβουλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóboulos Transliteration B: poikiloboulos Transliteration C: poikilovoulos Beta Code: poikilo/boulos

English (LSJ)

ον, of changeful counsel, wily, Προμηθεύς Hes.Th.521; Ὀδυσσεύς APl.4.300.5; Ἑρμείης Orph.H.28.3.

German (Pape)

[Seite 649] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux expédients variés, fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόβουλος: богатый на выдумки, изобретательный (Προμηθεύς Hes.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ-βουλος].

Greek Monotonic

ποικῐλόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, πανούργος, σε Ησίοδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόβουλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, πολυμήχανος, πολύτροπος, Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. αἰολόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλό-βουλος, ον, βουλή
of changeful counsel, wily-minded, Hes., Anth.